Πέμπτη 25 Απριλίου 2013

Κείμενο για το lock out της κοσμητείας την Πέμπτη 25/4 και την Παρασκευή 26/4


Κλειστόν
λόγω Κοσμητείας

Για άλλη μια φορά, κατόπιν ανακοινώσεως – τηλεγραφήματος από την Κοσμητεία, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο η σχολή μας να κλείνει χωρίς ούτε καν να ξέρουμε το γιατί. Μπροστά στη στάση αυτή της διοίκησης του πανεπιστημίου που έχει πάρει πλέον πάγια χαρακτηριστικά, μάλλον θα πρέπει να κοιτάξουμε πιο πέρα από την «κακή διοίκηση» ή την «ελλιπή γραμματειακή οργάνωση» και να σταθούμε στα πιο ουσιαστικά ζητήματα, στη μεγαλύτερη εικόνα. 

Πρώτα από όλα, είναι τυχαίο που η σχολή μας κλείνει κάθε φορά που λαμβάνει χώρα ένα κινηματικό γεγονός στον ευρύτερο χώρο του κέντρου; Εμείς νομίζουμε ότι καθόλου τυχαίο δεν είναι και έχει να κάνει με τη στάση που έχει επιλέξει να έχει η διοίκηση του πανεπιστημίου απέναντι στους φοιτητές, με την άμεση συνεννόηση και σύμπλευσή της με το Υπουργείο Παιδείας και Προστασίας του Πολίτη, με το ότι έχει επιλέξει να αποτελεί το μακρύ χέρι της κυβέρνησης μέσα στο πανεπιστήμιο. Αυτό φαίνεται και από τη στάση της διοίκησης πέρσι, όταν έκλεινε την πόρτα της Μασσαλίας «λόγω έργων», την ώρα που ο Πρόεδρος του Τμήματος, Θ. Φορτσάκης, δήλωνε απροκάλυπτα στα ΜΜΕ ότι η πόρτα έκλεισε κατόπιν εντολής της αστυνομίας για την υποβοήθηση στην πάταξη των μεταναστών μικροπωλητών. Φαίνεται από το lock out που πραγματοποίησε την ίδια περίοδο πάλι η Κοσμητεία όταν οργανώθηκε συναυλία-εκδήλωση υπέρ του ασύλου και των μεταναστών. Φαίνεται από το ότι τώρα κλείνει αφού έχει προηγηθεί η κινητοποίηση στην Πρυτανεία κατά του κλεισίματος της ιστοσελίδας του Indymedia και του ραδιοφωνικού σταθμού 98fm.

Εν τέλει, οι λόγοι για τους οποίους κλείνει η σχολή (που άλλοτε η Κοσμητεία τους αναφέρει, τώρα τελευταία είναι της μόδας να μη μας τους λέει καν) όπως και να χει, εμείς θεωρούμε ότι έχουν να κάνουν ξεκάθαρα με την απονέκρωση του χώρου του ασύλου, με την αφαίρεση από τους φοιτητές του δικαιώματος να αποφασίζουν για τη σχολή τους και με μια προσπάθεια ευρύτερης κατατρομοκράτησης του φοιτητικού κινήματος και δαιμονοποίησης οποιασδήποτε κινηματικής διεργασίας λαμβάνει χώρα στο χώρο του κέντρου καθώς θα θεωρείται πλέον υπεύθυνη για την αναστολή των μαθημάτων και το αυθαίρετο κλείσιμο της σχολής.

Τίθεται, όμως, και ένα άλλο ζήτημα. Πέρα από τους λόγους για τους οποίους κλείνει η σχολή, είναι σε κάθε περίπτωση ο Κοσμήτορας εκείνο το πρόσωπο που θα αποφασίζει από μόνος του (ή σε συνεννόηση με υπουργούς και κυβερνητικά στελέχη) για το αν και για πόσες μέρες θα είναι η Νομική κλειστή; Για εμάς, ακριβώς επειδή όλοι εμείς είμαστε φοιτητές αυτής της σχολής και όχι ο Κοσμήτορας ούτε ο Υπ. Παιδείας ούτε ο Δένδιας, το αν η σχολή θα είναι ανοιχτή ή κλειστή είναι κάτι που μόνο ο φοιτητικός σύλλογος μπορεί να το αποφασίζει και μόνο μέσα από τις Γενικές του Συνελεύσεις. Μόνο μια απόφαση Γενικής Συνέλευσης του Φ.Σ. Νομικής μπορεί να αποφανθεί πάνω σε αυτό το ζήτημα και να είναι δημοκρατική, επειδή ακριβώς θα είναι αιτιολογημένη, μαζική και θα προέρχεται από εμάς τους ίδιους. Όταν στη θέση αυτής μπαίνει η αναιτιολόγητη «παπική βούλα» του Κοσμήτορα, του Πρύτανη, του Υπουργού, της ΕΛ.ΑΣ. και όποιου άλλου, μιλάμε για μια απόφαση ξένη, αυθαίρετη και αυταρχική, η οποία πρέπει να βρίσκει όλο το φοιτητικό σύλλογο απέναντί της.

Σε μια τέτοια συγκυρία, όπου η κυβέρνηση του Σαμαρά υλοποιεί μια πολιτική εντεινόμενου κρατικού αυταρχισμού, όπου οι μηχανισμοί του κράτους είτε με το όπλο της βίας είτε με το όπλο της ιδεολογίας συντείνουν στην κατεύθυνση πλήρους αναίρεσης κάθε δικαιώματος και κεκτημένου (δωρεάν εκπαίδευση, άσυλο, δικαίωμα στην απεργία κ.ά.) είναι σημαντικό να ορθώνονται αντιστάσεις μέσα σε κάθε κοινωνικό χώρο, είναι σημαντικό να παλεύουμε για το δικαίωμά μας να εκφραζόμαστε ελεύθερα, για το δικαίωμα μας να αγωνιζόμαστε, για το δικαίωμά μας να αποφασίζουμε για όσα μας αφορούν και να μην αφήνουμε άλλους να αποφασίζουν για εμάς.

Θεωρούμε, ως ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ,  ότι η κατάσταση με τα αυθαίρετα lock out στη Νομική έχει παρατραβήξει. Είναι καιρός ο φοιτητικός σύλλογος να βάλει κάθε κατεργάρη στον πάγκο του και να καταδικάσει απερίφραστα κάθε αυθαίρετο κλείσιμο της σχολής από πλευράς της διοίκησης. Είναι καιρός να αποδιώξουμε μια και καλή κάθε παρέμβαση της κυβέρνησης και του Υπ. Προστασίας του Πολίτη στο κατά πόσο η Νομική θα είναι κλειστή ή ανοιχτή
         …και να πάρουμε τη σχολή στα χέρια μας!

Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Κείμενο για τα γεγονότα στη Μανωλάδα


Φράουλες και αίμα


Η κυβέρνηση και τα παπαγαλάκια της, τα ΜΜΕ μιλούν συνέχεια για τις υποτιθέμενες αξίες της δημοκρατίας, του νόμου, του κράτους δικαίου. Το χωριό της Μανωλάδας όμως στην Ηλεία μάλλον αποτελεί μια μαύρη (ή κόκκινη;) κηλίδα στο πλαίσιο αυτό που περιγράφουν. Πριν λίγες μέρες η συλλογική διεκδίκηση των μεταναστών εργατών για καταβολή των δεδουλευμένων τους πνίγηκε στο αίμα με τους επιστάτες των χωραφιών φράουλας να ανοίγουν πυρ εναντίον τους και να τραυματίζουν σοβαρά 34 απ' αυτούς. Η άγρια επίθεση της εργοδοσίας σε βάρος των εργατών ξαφνικά “ευαισθητοποίησε”  τους τοπικούς φορείς, την κυβέρνηση και τα μίντια, οι οποίοι σκόπιμα τόσο καιρό αποσιωπούσαν το σκηνικό της εκμετάλλευσης και της εξαθλίωσης που εκτυλίσσεται εδώ και χρόνια στη Μανωλάδα.

 

Πιο συγκεκριμένα τα τελευταία 10 χρόνια μεγάλες εταιρείες εμπορίου φρούτων εκμεταλλευόμενες τα φθηνά εργατικά χέρια εξαθλιωμένων μεταναστών (κυρίως από το Μπαγκλαντές) αποκομίζουν εκατομμύρια ευρώ από την καλλιέργεια φράουλας στη Μανωλάδα. Από κάποιους η επιτυχία των εταιρειών στο εμπόριο φράουλας αποδίδεται στο επιχειρηματικό δαιμόνιο, στην πολιτική ανάπτυξης της γεωργίας κοκ, αλλά στην πραγματικότητα η επιτυχία αυτή στηρίζεται στην άγρια εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών. Το ημερομίσθιο τους δεν ξεπερνά τα 20 ευρώ, διαμένουν σε παράγκες τις οποίες τους νοικιάζουν οι ίδιοι οι εργοδότες, δεν έχουν καμία πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ενώ στερούνται ακόμα και τα αυτονόητα εργασιακά δικαιώματα. Και όλα αυτά κάτω από ένα πέπλο συγκάλυψης, καθώς μην έχοντας άδεια παραμονής στη χώρα δεν μπορούν να απευθυνθούν σε κανένα φορέα υπό το φόβο της απέλασης. Οι μετανάστες της Μανωλάδας ζώντας στο περιθώριο της κοινωνίας πέφτουν συχνά θύματα της εργοδοτικής βίας με τους επιστάτες των φραουλοχώραφων να τους βασανίζουν κατ' εντολή των εργοδοτών. Το πρόσφατο περιστατικό αποτελεί το αποκορύφωμα μιας σειράς επιθέσεων στους εργάτες με πιο χαρακτηριστική την διαμαρτυρία των μεταναστών  το 2008 για βελτίωση των συνθηκών δουλειάς και διαβίωσης που κατεστάλη βίαια από τους επιστάτες και την αστυνομία. Η κατάσταση αυτή εργοδοτικής τρομοκρατίας και εξαθλίωσης μάλλον θυμίζει τα τσιφλίκια του Νότου της Αμερικής με τους μαύρους σκλάβους να δουλεύουν υπό το φόβο του μαστιγίου του επιστάτη.

 

Το φαινόμενο της εργοδοτικής βίας και τρομοκρατίας δεν είναι μεμονωμένο, αλλά πάγια οι εργοδότες προκειμένου να υλοποιήσουν τα συμφέροντα τους σε βάρος των εργαζομένων με τη σιωπηρή συναίνεση αστυνομίας και δικαστών αξιοποιούσαν τέτοιες πρακτικές. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η επίθεση με βιτριόλι στην μετανάστρια καθαρίστρια Κωνσταντίνα Κούνεβα το 2008, η οποία έχει μείνει ατιμώρητη. Μάλιστα στο φόντο της μνημονιακής πολιτικής η κυβέρνηση διαλύοντας εργασιακά κεκτημένα επιχειρεί να διαμορφώσει ένα νέο πρότυπο εργαζομένου πλήρως “υπάκουου” στις επιταγές της εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Η επίταξη των απεργών, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας , η διευκόλυνση των διαδικασιών απόλυσης και οι προτάσεις για την ουσιαστική κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία (βλ. επαναφορά του lock-out) διαμορφώνουν ένα νομικό καθεστώς έντασης της εργοδοτικής εκμετάλλευσης και αυθαιρεσίας.

 

Οι μετανάστες βέβαια αποτελούν τον πιο ευάλωτο στόχο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας, καθώς η κατάσταση εξαθλίωσης στην οποία ζουν και η αδυναμία τους να απευθυνθούν στα δικαστήρια τους αναγκάζει να συμβιβάζονται με εξευτελιστικά μεροκάματα και άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Από την άλλη, η ξενοφοβική πολιτική της κυβέρνησης (σκούπες σε μετανάστες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατάργηση της ιθαγένειας) σε συνδυασμό με τη δράση της νεοναζιστικής γκρούπας της ΧΑ στοχοποιούν τους μετανάστες σαν τον εσωτερικό εχθρό που απειλεί τις “ελληνικές αξίες” και την οικονομία με κατάρρευση, με αποτέλεσμα μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας να διαποτίζονται από ρατσιστικό μίσος. Αντικειμενικά η πολιτική αυτή του ρατσισμού νομιμοποιεί πρακτικές βίας εναντίoν των μεταναστών και οπλίζει την εργοδοτική βία σε βάρος τους.

 

Τα βαμμένα με αίμα τσιφλίκια της Μανωλάδας αποτελούν το αποκορύφωμα του φόβου, της απειλής και της ανέχειας που καθημερινά βιώνουν οι μετανάστες στην δουλειά τους από τους εργοδότες και τους κάθε λογής “επιστάτες”-τσιράκια της εργοδοσίας. Αποτελούν άλλη μια όψη της ρατσιστικής  τρομοκρατίας που βιώνουν στις γειτονιές τους, στα μέσα μεταφοράς, στο δρόμο. Συνολικά σκιαγραφούν μία κατάσταση καταπίεσης και εξαθλίωσης που Έλληνες και ξένοι εργαζόμενοι αντιμετωπίζουν καθημερινά στο χώρο δουλειάς τους. Το πρόσχημα της κρίσης, ο φόβος της ανεργίας και οι νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης οδηγούν τους εργαζομένους σε μία ανοχή απέναντι στην ολοένα και εντεινόμενη υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας τους και στην περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων τους. Εν τέλει  κοινή συνισταμένη Ελλήνων και ξένων εργαζομένων είναι η εξαθλίωση και ο φόβος, και πάνω σ' αυτή τη συνισταμένη θα πρέπει οι εργαζόμενοι ξεπερνώντας ρατσιστικού διαχωρισμούς ενωμένοι να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον, ένα αύριο με αξιοπρέπεια.

 

Οι  μετανάστες είναι της γης οι κολασμένοι ,
Έλληνες και ξένοι εργάτες ενωμένοι

Παρασκευή 19 Απριλίου 2013

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΚΛΟΓΩΝ Φ.Σ. ΝΟΜΙΚΗΣ [17 ΑΠΡΙΛΗ 2013]


 [κλικ στον πίνακα] 
 
Για εμάς, ως ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ και ως ΕΑΑΚ, τα αποτελέσματα αυτά δεν δείχνουν μόνο με έναν στείρο και περιγραφικό τρόπο την άνοδο των αριστερών δυνάμεων μέσα στη σχολή, την μεγαλύτερη άνοδο πιο συγκεκριμένα των ΕΑΑΚ και την κάθοδο της ΔΑΠ - ΝΔΦΚ.
 
Τα αποτελέσματα αυτά, ακριβώς επειδή δεν καλέσαμε ποτέ κανέναν να μας "αναθέσει" και να μας "εμπιστευτεί" τα συμφέροντά του και το μέλλον του παρά καλούσαμε πάγια το φοιτητικό σύλλογο να αγωνιστεί συλλογικά για όσα του ανήκουν, δείχνουν ότι, όταν τα δικαιώματα και οι κατακτήσεις του φοιτητικού κινήματος παίρνονται πίσω εν μία νυκτί, όταν το πανεπιστήμιο μετατρέπεται σε κάτι που δεν χωράει κανέναν μας, όταν η προσδοκία μας για ένα πτυχίο με αξία και δουλειά με δικαιώματα γίνεται "πολυτέλεια", τότε ο ατομικός δρόμος και ο εφησυχασμός δεν μπορεί να είναι λύση, τότε παρατάξεις όπως η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ δεν έχουν να μας προσφέρουν τίποτα απολύτως και η απάντηση μπορεί μόνο να έρθει μέσα από τις συλλογικές μας αντιστάσεις, μέσα από την συλλογικότητα και την αλληλεγγύη, μέσα από το να βλέπουμε τον συνάδερφο ως μέρος της λύσης και όχι ως μέρος του προβλήματος.

Για εμάς, ως ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ, οι εκλογές δεν είναι η "μητέρα των μαχών", καθώς ο αγώνας για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας κρίνεται πρωτίστως στην καθημερινή παρέμβαση μέσα στη σχολή, στις μαζικές Γενικές Συνελεύσεις. Παρόλα αυτά, οι εκλογές είναι μια πολιτική διαδικασία αποτύπωσης των συσχετισμών εντός του συλλόγου και εξαγωγής ενός μηνύματος.
 
Και είναι σημαντικό η νεολαία του 2013 να μη στέλνει το μήνυμα ότι συμφωνεί με τα κυβερνητικά σχέδια, ότι "δεν τρέχει τίποτα στο πανεπιστήμιο", ότι θέλει "διαγραφές, περικοπές παροχών και διάσπαση πτυχίων"...

Είναι σημαντικό οι φοιτητικοί σύλλογοί να έχουν εκλογικά αποτελέσματα που θα στέλνουν μηνύματα άγχους στα κομματικά γραφεία της συγκυβέρνησης, που θα σπάνε το χαμόγελο στα χείλη αυτών που έχουν αποφασίσει για το μέλλον μας...
 
Είναι σημαντικό η νεολαία να στέλνει το μήνυμα ότι ακόμα και σήμερα, στο πιο σκοτεινό φόντο, μπορεί να είναι εκείνη η σπίθα που
                                                                 "θα βάλει στον κάμπο φωτιά"...
 
Ρ.Α.Πα.Ν. - Σ.Α.Φ.Ν.
Ριζοσπαστική Αριστερή Παρέμβαση Νομικού - Συσπείρωση Αριστερών Φοιτητών Νομικής
 
1979

 
 

Πέμπτη 11 Απριλίου 2013

ΚΟΙΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ ΕΑΑΚ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΗΣ 17ΗΣ ΑΠΡΙΛΗ


Με αφορμή και όχι αιτία την πολιτική μάχη των φοιτητικών εκλογών

και με τα μάτια στραμμένα στις επόμενες μάχες που θα δώσουμε, για μια ενωτική κατεύθυνση στη νομική

 

Αν κάτι χαρακτήριζε την προηγούμενη περίοδο, ήταν ένα ερώτημα που απασχολούσε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας, δηλαδή τη φοιτητιώσα νεολαία. Το ερώτημα αυτό αφορούσε στην επίθεση της κυβέρνησης μέσω του Υπουργείου Παιδείας στο χώρο της εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, η νέα «σοφή» σύλληψη του Υπουργείου ονομάζεται αυτή τη φορά «σχέδιο Αθηνά» κι έρχεται να διαλύσει κάθε έννοια δημόσιου, δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αλλά και να συνθλίψει την όποια εργασιακή προοπτική των αποφοίτων. Εκατοντάδες τμήματα καταργούνται ή συγχωνεύονται, ενώ παράλληλα αναδιαρθρώνονται τα προγράμματα σπουδών, ρευστοποιώντας τα κατοχυρωμένα μέχρι πρότινος επαγγελματικά δικαιώματα του πτυχίου (σε συνάρτηση με την κατάργηση του ΣΣΕ), διαλύοντας οποιαδήποτε εργασιακή προοπτική.

Απέναντι σ’ αυτήν την πρωτοφανή επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις των φοιτητών, το φοιτητικό κίνημα βγήκε πανελλαδικά στο προσκήνιο, μέσα από μια σειρά Γενικών Συνελεύσεων και αγωνιστικών αποφάσεων, διατρανώνοντας την εναντίωση του στο «σχέδιο» συντριβής του παρόντος και του μέλλοντός του, απέναντι στην ιστορική διαγραφή μιας ολόκληρης γενιάς. Η μάχη που δώσαμε ήταν πάρα πολύ δύσκολη, καθώς το Υπουργείο είχε στις γραμμές του μια πλειάδα συμμάχων, που εξυπηρετεί τις πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ.

Υλοποιητές της ίδιας πολιτικής εντός των σχολών είναι τα Συμβούλια Ιδρύματος, το καθηγητικό σώμα, αλλά και εν τέλει οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις ΔΑΠ-ΠΑΣΠ. Όσον αφορά στη Νομική, το «σχέδιο Αθηνά» έρχεται ν’ αναιρέσει κεκτημένα δεκαετιών, που με αγώνες έχει κατακτήσει ο Σύλλογος Φοιτητών Νομικής. Πιο συγκεκριμένα, επιχειρείται να διασπαστεί το ενιαίο πτυχίο που τόσα χρόνια παίρναμε, μέσω της αλλαγής του προγράμματος σπουδών με την εισαγωγή κατευθύνσεων και τη διαμόρφωση δύο κύκλων σπουδών (bachelor και master). Με άλλα λόγια, πλέον από τη Νομική θα βγαίνουμε αστικολόγοι, εμπορικολόγοι, ποινικολόγοι κ.λπ., γεγονός που μας εγκλωβίζει στο φαύλο κύκλο της ειδίκευσης και της επανακατάρτισης, με βάση τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις που προβλέπει ο νέος κώδικας δικηγόρων διαμορφώνεται ένας εργασιακός μεσαίωνας για τους νέους δικηγόρους, χωρίς καμία συλλογική κατοχύρωση και αδυναμία συλλογικής διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο νέος δικηγόρος καταδικάζεται να δουλεύει στην καλύτερη για 400 ευρώ, όπως προβλέπει το ΕΣΔΑΝ και ο τρόπος με τον οποίο εξειδικεύεται στο δικηγορικό επάγγελμα. Ο νέος δικηγόρος εξωθείται σε μισθούς πείνας, καθίσταται έρμαιο της εργοδοτικής αυθαιρεσίας ή αλλιώς πετιέται έξω από το επάγγελμα και προστίθεται στον εφεδρικό στρατό ανέργων, ο οποίος στους νέους έχει ξεπεράσει το 60%. Το σχέδιο Αθηνά συνάμα με τις ρυθμίσεις του νόμου Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου διαμορφώνει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την καθημερινότητα των φοιτητών. Πιο συγκεκριμένα, η εισαγωγή του ν+2 με τη δαμόκλειο σπάθη των διαγραφών να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας σκιαγραφεί εξοντωτικούς ρυθμούς σπουδών, μετατρέποντας το πανεπιστήμιο σε ένα αυταρχικό εκπαιδευτήριο. Ιδίως η ρύθμιση των διαγραφών φέρνει πολύ πιο κοντά την αποβολή από το πανεπιστήμιο των εργαζόμενων φοιτητών. Επιπλέον, η επικείμενη εισαγωγή διδάκτρων σε συνδυασμό με την περικοπή των φοιτητικών παροχών σε συγγράμματα, σίτιση, στέγαση (χαρακτηριστικό παράδειγμα η κατάργηση διανομής νομικών κωδίκων, αλλά και πληθώρας τόμων σε πολύτομα συγγράμματα) μετακυλύει σε καιρούς λιτότητας το κόστος φοίτησης στους φοιτητές και στις οικογένειές τους.

Ο σύλλογος φοιτητών νομικής πιστός στις ιστορικές παρακαταθήκες αγωνιστικών κινητοποιήσεων των προηγούμενων χρόνων στάθηκε αντάξιος των απαιτήσεων της συγκυρίας και για 3 συνεχόμενες εβδομάδες βγήκε δυναμικά στο προσκήνιο μαζί με τους υπόλοιπους συλλόγους πανελλαδικά, διεκδικώντας την ανατροπή του σχεδίου Αθηνά και εν γένει της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που επιβάλλεται από τις πολιτικές της κυβέρνησης και της ΕΕ. Την ίδια, όμως, απάντηση έδωσε με τον πιο σθεναρό τρόπο όταν η ΔΑΠ-ΝΔΦΚ, η κυβερνητική νεολαία του Σαμαρά που μέσα στα πανεπιστήμια υπερασπίζεται και υλοποιεί την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, εκβίασε τον φοιτητικό σύλλογο να «ΑΠΟΦΑΣΙΣΕΙ» την υποταγή και την παθητική συναίνεση στις «μεταρρυθμίσεις», του σχεδίου Αθηνά. Οι κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος απέδειξαν πως όχι μόνο η νεολαία δεν εφησυχάζει και δεν υποκύπτει αλλά πως όταν αγωνίζεται καταφέρνει να θέτει αναχώματα στην κυβερνητική πολιτική. Όσον αφορά στο σχέδιο Αθηνά, καθώς κυβέρνηση και υπουργείο εξωθήθηκαν σε αναδίπλωση που αποκρυσταλλώνεται σε αλλαγές στη Φιλοσοφική, σε ΤΕΙ της περιφέρειας και στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Παρόλα αυτά, ο σύλλογος οφείλει να βρίσκεται σε συνεχή εκδήλωση, καθώς η τροπολογία που ψηφίστηκε στις 28/3/13, δίνει τη δυνατότητα αλλαγής του προγράμματος σπουδών από τον υπουργό Παιδείας ανά πάσα στιγμή.

Στοίχημα είναι όλο αυτό το ρεύμα εναντίωσης και ανυπακοής στο σχέδιο Αθηνά και την κυβερνητική πολιτική να εκφραστεί και στην πολιτική μάχη των φοιτητικών εκλογών στις 17 Απρίλη. Σε αυτές τις εκλογές το δίλημμα που τίθεται είναι το εξής: ή με τα διασπασμένα πτυχία- διαβατήρια στην ανεργία, τα κατακερματισμένα επαγγελματικά δικαιώματα, τις διαγραφές φοιτητών, τις περικοπές φοιτητικών παροχών και την επιβολή διδάκτρων ή με τη διεκδίκηση και την προάσπιση των συλλογικών μας κεκτημένων για ενιαία πτυχία με κατοχυρωμένα επαγγελματικά δικαιώματα, ανθρώπινους ρυθμούς σπουδών, δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλους.

Εν τέλει, μέσα στο πανεπιστήμιο διαμορφώνονται δύο στρατόπεδα: αυτό της συναίνεσης και της υλοποίησης της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που προωθεί η ΔΑΠ μέσα στο φοιτητικό σύλλογο και αυτό της εναντίωσης, της αντίστασης και της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των κατακτήσεών μας. Απέναντι στη λογική του ατομικού δρόμου, του ανταγωνισμού, του επιβιωτισμού,, που περνάει και μέσα από την απαξίωση και αποσυγκρότηση των συλλογικών διαδικασιών του συλλόγου, εμείς προτάσσουμε το συλλογικό δρόμο και αγώνα, καθώς είναι ο μοναδικός τρόπος να εξασφαλίσουμε το παρόν και το μέλλον μας. Θεωρούμε πως οι λογικές περιχαράκωσης, απομονωτισμού από τη μία και ενσωμάτωσης και διαχείρισης των αγώνων από την άλλη, δεν μπορούν στη συγκυρία να αποβούν νικηφόρες για τους φοιτητές και τους αγώνες τους. Για αυτό το λόγο, επειδή πιστεύουμε πως μόνο μέσα από τη συσπείρωση των δυνάμεών μας γύρω από τα πολιτικά επίδικα που μας ενοποιούν και με την κοινή δράση και πρακτική, χαράσσουμε μια διαφορετική κατεύθυνση για το σύλλογο και το φοιτητικό κίνημα. Υπό αυτό το πρίσμα, αποφασίσαμε και την κοινή κάθοδο των δύο σχημάτων στις εκλογές και θα επιδιώκουμε στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα την περαιτέρω συνεργασία και πολιτική συμπόρευση μέσα στο σύλλογο, μέσω ενωτικών πρωτοβουλιών με απώτερο στόχο την επανένωση των δύο σχημάτων.

Σας καλούμε στις 17 Απρίλη να στηρίξετε την κοινή κάθοδο των σχημάτων ΕΑΑΚ (ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ / ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ) όχι αναθέτοντάς μας την εκπροσώπηση των συμφερόντων των φοιτητών, αλλά για να συμμετάσχουμε μαζί στην ενδυνάμωση του συλλογικού αγώνα που παλεύει ενάντια στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, που δημιουργεί τριγμούς στο πολιτικό σύστημα. Για να στείλουμε το ηχηρό μήνυμα πως η νεολαία αντιστέκεται στο μέλλον που οραματίζονται για αυτήν και βρίσκεται στο πλευρό ολόκληρης της κοινωνίας που πλήττεται, διεκδικώντας μια ζωή με αξιοπρέπεια!

Απέναντι σε όσους «αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς», εμείς «ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΜΕ» πως δεν θα είμαστε η γενιά της σιωπής και της υποταγής, αλλά της ανατροπής!

 

Στις 17 Απρίλη παίρνουμε θέσεις μάχης!

 

ΣΤΗΡΙΖΟΥΜΕ – ΨΗΦΙΖΟΥΜΕ

Ρ.Α.Πα.Ν. - Σ.Α.Φ.Ν.  – ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ

EAAK

ΓΙΑ ΤΙΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΟΝ ΣΚΑΙ


Όταν το δίκιο του αγώνα, βαφτίζεται «βία»…

 

Η προχθεσινή συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στο ΣΚΑΙ, μάλλον ήταν φορτισμένη από το τηλεοπτικό περιβάλλον του σταθμού, ο οποίος λειτουργεί ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης, καθώς πολλά σημεία του λόγου του ταυτίστηκαν με την κυβερνητική προπαγάνδα περί βίας μέσα στα Πανεπιστήμια. Συγκεκριμένα, ο Τσίπρας, σε ερώτηση του Παπαχελά σχετικά με τη βία εντός των Πανεπιστημίων, απάντησε πως η βία ασκείται από ομάδες αριστεριστών, οι οποίες πρέπει να απομονωθούν, καθώς λειτουργούν προβοκατόρικα. Μίλησε ακόμα για «άσυλο ιδεών», στο οποίο δε χωρούν οι προαναφερθείσες «παθογένειες».

 

Ποια είναι, όμως, η βία που καταδικάζει ο Α. Τσίπρας;

Η ερώτηση αυτή του Παπαχελά εμπνεύστηκε από τα πρόσφατα γεγονότα στο ΑΠΘ, όπου φοιτητές του Χημικού, αντιδρώντας στην αυταρχική πρακτική ενός  καθηγητή να παίρνει απουσίες, διαμαρτυρήθηκαν και, υλοποιώντας αποφάσεις του φοιτητικού τους Συλλόγου, εμπόδισαν τη χρήση απουσιολογίου. Ο κύριος Τσίπρας, απ’ ό, τι φαίνεται, καταδικάζει το δικαίωμα των φοιτητών να διεκδικούν ανθρώπινους ρυθμούς σπουδών, να καταγγέλλουν όψεις της καθηγητικής αυθαιρεσίας και να αγωνίζονται για ένα Πανεπιστήμιο δημοκρατικό, στο οποίο οι καθηγητές δε θα συμπεριφέρονται στους φοιτητές σα να είναι μαθητούδια σε τάξη Λυκείου. Το δικαίωμα αυτό των φοιτητών, που κατακτήθηκε μέσα από τα μεγαλειώδη φοιτητικά κινήματα των τελευταίων 40 χρόνων, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ το βαφτίζει βία.

 

Ας σκεφτούμε, όμως, πώς θα ήταν η Νομική Σχολή, χωρίς αυτό που Τσίπρας, ΝΔ και ΣΚΑΙ ονομάζουν βία.

Θα ήταν μια Σχολή στην οποία θα είχε εφαρμοστεί ο Ν. Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου και το Σχέδιο Αθηνά, μια Σχολή που θα διέγραφε τους φοιτητές στα ν+2 χρόνια, που θα έδινε πτυχία διασπασμένα σε bachelor και master, μια σχολή με μηδενικές φοιτητικές παροχές, όπου στο άσυλο ιδεών που υποστηρίζει ο Τσίπρας, η ΔΑΠ και ο Άδωνις Γεωργιάδης θα έκοβαν βόλτες τα ΜΑΤ. Όσον αφορά το άσυλο, ευτυχώς για μας, δεν είναι άσυλο ιδεών, αλλά άσυλο λαϊκών αγώνων. Είναι το προπύργιο των φοιτητικών κινημάτων, που από το ’74 έως και σήμερα κατόρθωσαν να συντρίψουν τα διαδοχικά νομοθετήματα εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Είναι το άσυλο που, για να περάσουμε στα καθ’ ημάς, έδωσε καταφύγιο σε φοιτητές και μετανάστες που πέρυσι, στα πλαίσια της επιχείρησης σκούπα, διώκονταν από τα ΜΑΤ.

Εν τέλει, κύριε Τσίπρα, αυτό που εσείς ονομάζετε βία, εμείς το ονομάζουμε συλλογικούς αγώνες και αντίσταση απέναντι σε μια πολιτική που ισοπεδώνει το μέλλον της γενιάς μας. Είναι το όπλο των φοιτητών απέναντι στα σχέδια του Υπουργείου για πρότυπο εσωτερικό κανονισμό, που στη σχολή μας θα εφαρμοστεί από Σεπτέμβρη και θα προβλέπει πειθαρχικά συμβούλια, διαγραφές φοιτητών, αλυσίδες μαθημάτων και υποχρεωτικές παρακολουθήσεις. Αντιστρέφοντας το ερώτημα, για σας, αυτός ο Πρότυπος Εσωτερικός Κανονισμός, δεν αποτελεί βία απέναντι σε μια γενιά καταδικασμένη στην ανεργία του 60%, στην εργασιακή ανασφάλεια, στην επιστημονική μετανάστευση, στο φόβο και την τρομοκρατία;

Οι δηλώσεις αυτές του Τσίπρα δεν εκπλήσσουν, αλλά μάλλον συμπληρώνουν τη συνολική εικόνα ενσωμάτωσης του ΣΥΡΙΖΑ στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο της κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό της κατεύθυνσης αυτής είναι η εκλογή του Θεοτοκά, μέλους του ΣΥΝ, στα καταδικασμένα από το φοιτητικό κίνημα Συμβούλια Ιδρύματος της Παντείου. Είναι οι προνομιακές συνομιλίες του Τσίπρα με τον Ομπάμα και η αγωνιώδης προσπάθειά του να βρει συμμάχους στο πρόσωπο των αξιωματούχων του ΔΝΤ. Είναι η καταδίκη, υπό την πίεση της κυβερνητικής προπαγάνδας, της «ανομίας των καταλήψεων», οι οποίες λειτουργούν σαν εστίες αντίστασης και σα δίκτυα κοινωνικής αλληλεγγύης.

 

Απέναντι στην ενσωμάτωση του κυρίαρχου πολιτικού λόγου, απέναντι σε λογικές συνδιαχείρισης, απέναντι στις κομματικές νεολαίες που βρίσκονται πίσω από το κίνημα, προσδοκώντας την αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εμείς, οι φοιτητές, θα συνεχίσουμε να μαχόμαστε για τα κεκτημένα μας. Απέναντι στην πραγματική βία των μνημονίων, των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων και του κρατικού αυταρχισμού, εμείς, πιάνοντας το νήμα των αγώνων, δεν υποκύπτουμε σε καμία απειλή, σε καμιά κυβερνητική προπαγάνδα, και προτάσσουμε το συλλογικό δρόμο των ανυποχώρητων αγώνων.

 

Ούτε σιωπής ούτε υποταγής, είμαστε η γενιά της ανατροπής!

 

 

Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν. [εαακ]

ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΑΝΤΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ Χ. ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟ


ΕΓΚΛΗΜΑ: ΔΙΑΣΠΑΣΜΕΝΑ ΠΤΥΧΙΑ,ΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ,KOMMENA ΣΥΓΓΡΑΜΜΑΤΑ
ΑΜΕΣΟΣ ΑΥΤΟΥΡΓΟΣ :ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
ΑΜΕΣΟΣ ΣΥΝΕΡΓΟΣ :ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΥΛΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
 
Σε μια περίοδο που ο φοιτητικός σύλλογος Νομικής βρισκόταν στους δρόμους μαζί με πληθώρα συλλόγων από όλη την Ελλάδα που αντιστέκονταν στο Σχέδιο Αθηνά, οι καθηγητές της σχολής μας έδιναν τη δική τους μάχη από το μετερίζι των αμφιθεάτρων για να το νομιμοποιήσουν στα μάτια του φοιτητικού συλλόγου προβάλλοντας το γεγονός ότι κάνει ανεξάρτητη τη σχολή μας ως αναβάθμιση. Το γεγονός ότι η σχολή μας γίνεται ανεξάρτητη, μπορεί αρχικά ν’ ακούγεται ωραίο, αλλά η πραγματικότητα είναι ότι το Σχέδιο Αθηνά πλήττει και τη σχολή μας, αφού ανοίγει το δρόμο για την εισαγωγή κατευθύνσεων στο πτυχίο και τη δημιουργία δύο κύκλων σπουδών (bachelor-3 χρόνια και master-1 χρόνο) διασπώντας την ενιαιότητα των πτυχίων μας, δηλαδή τα ενιαία επαγγελματικά δικαιώματα που κατοχυρώνονταν ως τώρα στο πτυχίο (κατάκτηση που με αγώνες το φοιτητικό κίνημα έχει υπερασπιστεί). Με αυτό τον τρόπο τα πτυχία μας υποβαθμίζονται σε πτυχία κουρελόχαρτα-διαβατήρια για την ανεργία καταδικάζοντας μας στο φαύλο κύκλο της ειδίκευσης και της επανακατάρτισης, καθώς πλέον από τη Νομική θα βγαίνουμε αστικολόγοι, ποινικολόγοι κ.λπ., που σε συνδυασμό με τις νέες ρυθμίσεις που προβλέπει ο Νέος Κώδικας των Δικηγόρων, διαμορφώνουν την πιο εξοντωτική εργασιακή πραγματικότητα για τους νέους δικηγόρους, την πραγματικότητα δηλαδή της ανεργίας, της εργασιακής ανασφάλειας και ελαστικότητας και της δουλειάς των 300 ευρώ.
 
  Σε αυτό το πλαίσιο ο σύλλογός μας κινητοποιήθηκε μαζί με τους συλλόγους της Αθήνας και της υπόλοιπης Ελλάδας απέναντι σ’ αυτή την κατεύθυνση του Υπουργείου και με 3 αγωνιστικές αποφάσεις  κατάφερε να περιθωριοποιήσει και τη κυβερνητική νεολαία ΔΑΠ-ΝΔΦΚ ως εγκάθετους του Υπουργείου και της κυβέρνησης, αλλά και να δηλώσει ότι για τα πτυχία μας και το εργασιακό μας μέλλον δε θα αποφασίζει κανένας υπουργός και καμία κυβέρνηση.
 
Είναι πολλές οι φιγούρες καθηγητών που εκμεταλλευόμενοι την ιδιαίτερη εξουσία που τους παρέχει η ακαδημαϊκή τους θέση προβαίνουν σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση στις γενικές συνελεύσεις, στις διαδικασίες του συλλόγου, στις αποφάσεις και τα κεκτημένα των φοιτητών. Η Παπαρσενίου αρνείται την εξέταση φοιτητών με κώδικες διανεμημένους από τον Εύδοξο σε μια περίοδο περικοπής των φοιτητικών παροχών, η Σιούτη πρωτοστατεί στα Συμβούλια ιδρύματος, ο Ρούσσος αν και έχει εκδιωχθεί από τον φοιτητικό σύλλογο Νομικής λόγω φασιστικού παραληρήματος απέναντι σε Αλβανούς φοιτητές, επιστρέφει στα αμφιθέατρα, υπό τις ευλογίες και την παραίνεση της Παπαρσενίου. Και τελευταία ο Μυλωνόπουλος ποινικοποιεί τις καταλήψεις και τις αγωνιστικές αποφάσεις των φοιτητών.
 
Πιο συγκεκριμένα, την προηγούμενη εβδομάδα ο καθηγητής Χρ. Μυλωνόπουλος, ξέφυγε για άλλη μια φορά από το σύνηθες πλαίσιο των παραδόσεων του Γενικού Ποινικού Δικαίου, και επί της ουσίας εκφράζοντας πολιτική τοποθέτηση εκμεταλλευόμενος τον θεσμικό του ρόλο λέγοντας στους φοιτητές  πόσο οι καταλήψεις και οι κινητοποιήσεις των φοιτητών δεν εκσυγχρονίζουν το ελληνικό Πανεπιστήμιο στα πρότυπα του εξωτερικού και πως υποβαθμίζουν το επίπεδο σπουδών και το πτυχίο μας (sic)
 
Μυλωνόπουλος: ‘’Οι καταλήψεις είναι σκοταδισμός, σκοτώνουν την γνώση και θυμίζουν την πυρά των βιβλίων στην εποχή του Χίτλερ’’
 
ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ: Να θυμίσουμε στον Χρ. Μυλωνόπουλο ότι οι καταλήψεις σε περιόδους όπου επικρατούσε βαθύ σκοτάδι στην ελληνική κοινωνία οδήγησαν σε ριζοσπαστική ανατροπή, πόσο μάλλον όταν έριξαν και μια χούντα (κατάληψη Πολυτεχνείου ’73)! Επίσης, αφού ο κύριος καθηγητής μιλάει για σκοταδισμό ας μας πει με ποια κριτήρια τον ορίζει, γιατί σκοταδισμός είναι να παλεύεις να τελειώσεις μια σχολή χωρίς συγγράμματα, με τον πέλεκυ των διαγραφών να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια μας, το να σπουδάζουμε σ’ ένα αυταρχικό εκπαιδευτήριο για να πάρουμε ένα διασπασμένο πτυχίο που μας καταδικάζει σε ένα μέλλον ανεργίας. Μάλιστα, αφού η κριτική του γίνεται ως προς τις ‘’φασιστικές πρακτικές’’ που ακολουθούν οι φοιτητές, ας κάνει και την αυτοκριτική του, όταν προκαταβάλλει ολόκληρα αμφιθέατρα κατά των συλλογικών πρακτικών και ακυρώνει παραδόσεις μαθημάτων για να εξασφαλίσει ότι οι φοιτητές θα πάνε στη συνέλευση του συλλόγου για να κρατήσουν τη σχολή ανοιχτή, δηλαδή ανοιχτή στις διαγραφές και στα πτυχία ανεργίας.
 
Μυλωνόπουλος: ‘’Με τις καταλήψεις, όποιος και να είναι ο σκοπός τους, επωφελούνται τα ιδιωτικά κολλέγια’’
 
ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ: Οι καταλήψεις του 2006-2007 που έβαλαν ανάχωμα στην αναθεώρηση του Άρθρου 16, οι καταλήψεις τον περσινό Σεπτέμβρη που απονομιμοποίησαν στην πράξη τον νόμο Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου πώς ακριβώς ωφέλησαν τα ιδιωτικά κολλέγια -στα οποία συχνά ο κ.καθηγητής δίνει διαλέξεις- αφού οι ίδιοι αυτοί νόμοι, ενάντια στους οποίους αγωνιζόμαστε, έφερναν μαζί με άλλα την εξίσωση των πτυχίων μας με αυτά των ιδιωτικών φέρνοντας ελάχιστα επαγγελματικά δικαιώματα και χαμηλότερους μισθούς για όλους; Ακόμη, αν ο κύριος Μυλωνόπουλος αναζητεί κάποιον στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο που να επωφελεί  τα ιδιωτικά κολλέγια, μπορεί κάλλιστα να απευθυνθεί στον επίσης καθηγητή της σχολής, κύριο Φλογαϊτη, ο οποίος έχει ιδρύσει ιδιωτική Νομική Σχολή στο Σούνιο και καμία τοποθέτηση επί αυτού δεν έχει κάνει,
 
Μυλωνόπουλος:’Δε θα τους περάσει. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να είναι ανοιχτή η σχολή. Να είστε έτοιμοι για on-line μαθήματα.’’
 
ΡΑΠαΝ-ΣΑΦΝ: Ο κ. Μυλωνόπουλος να μην εκτοξεύει απειλές κατά του φοιτητικού συλλόγου, γιατί οι συνελεύσεις και οι συλλογικές μας διαδικασίες κρίνονται μόνο από εμάς τους ίδιους τους φοιτητές που συμμετέχουμε σ’ αυτές και όχι από οποιοδήποτε καθηγητή που εκμεταλλεύεται το βήμα της έδρας του για να ξεστομίσει την αντιδραστική ρητορεία του. Επίσης, το ‘’θα κάνω ό, τι μπορώ’’ για να μην ξαναγίνουν καταλήψεις ισοδυναμεί επί της ουσίας με το ότι ακυρώνει μαθήματα για να πάνε οι φοιτητές στη συνέλευση και να ψηφίσουν τη ΔΑΠ για ανοιχτή σχολή ,και ενώ λέει ότι οι καταλήψεις υποβαθμίζουν το επίπεδο σπουδών ,δεν λέει τίποτα για την τροπολογία στο Σχέδιο Αθηνά που ψηφίστηκε την προηγούμενη Πέμπτη και επιτρέπει στον εκάστοτε υπουργό να αλλάζει το πρόγραμμα σπουδών, χωρίς να ρωτήσει όχι μόνο τους φοιτητές, αλλά ούτε και τον ίδιο τον Μυλωνόπουλο και τους καθηγητές για το πώς εν μία νυχτί, στη ζούλα τα προγράμματα σπουδών θα τροποποιούνται και θα μπαίνουν κατευθύνσεις στα πτυχία διαλύοντάς τα ή  θα  καταργούνται και θα συγχωνεύονται σχολές ανάλογα  με τις ορέξεις  του υπουργείου.
 
 Απέναντι στους καθηγητές που μαζί με την κυβερνητική νεολαία του Σαμαρά στέκονται δίπλα στο Υπουργείο και την κυβέρνηση και βάζουν πλάτες στη διάλυση των πτυχίων μας και των κεκτημένων μας, απαντάμε με τις αγωνιστικές μας αποφάσεις. Οι καταλήψεις του 2006-2007 έβαλαν φρένο στο άρθρο 16, οι καταλήψεις το Σεπτέμβρη του ’11 απονομιμοποίησαν στους ίδιους τους φοιτητές τον  νόμο έκτρωμα Διαμαντοπούλου-Αρβανιτόπουλου ,ενώ οι καταλήψεις και οι χιλιάδες φοιτητών στους δρόμους τις προηγούμενες  εβδομάδες-πόσο μάλλον οι 4 γύροι συνελεύσεων του συλλόγου μας- οδήγησαν το Υπουργείο σε αναδίπλωση και απέδειξαν  ότι όταν μας διαλύουν τα πτυχία , θα είμαστε εκεί να τα υπερασπιστούμε κόντρα σε κάθε εγκάθετο της κυβέρνησης. Και όταν το Σχέδιο Αθηνά ψηφιστεί, ιδίως όταν από το Σεπτέμβρη κατατεθούν οι εσωτερικοί κανονισμοί των ιδρυμάτων (που προβλέπουν πειθαρχικά συμβούλια για όποιον αντιστέκεται στις ντιρεκτίβες του υπουργείου και του εκάστοτε ‘’κύριο’’ Μυλωνόπουλο και διαγραφές φοιτητών) θα είμαστε εκεί μαζί με τους υπόλοιπους φοιτητικούς συλλόγους να εξασφαλίσουμε ότι κανείς φοιτητής δε θα διαγραφεί, ότι δεν  είμαστε η γενιά της ανεργίας, η γενιά των πτυχίων-κουρελόχαρτων και ότι με τους συλλογικούς μας αγώνες το φοιτητικό κίνημα θα κατοχυρώσει ένα παρόν με αξιοπρέπεια και το μέλλον που μας αξίζει !
 
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΓΗΤΙΚΗ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ,ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΟΣΑ ΑΠΟΦΑΣΙΖΟΥΝ ΓΙΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣ ΕΜΑΣ,ΑΠΑΝΤΑΜΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΥΣ ΜΑΣ ΑΓΩΝΕΣ,ΜΕ ΤΙΣ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΕΣ ΜΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ!

ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΩΤΙΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ ΤΩΝ ΣΧΗΜΑΤΩΝ ΕΑΑΚ ΣΤΗ ΝΟΜΙΚΗ

Για το πολιτικό σκηνικό


Η πολιτική συγκυρία συμπυκνώνεται στην εξέλιξη της οικονομικής κρίσης και τις αντανακλάσεις που έχει αυτή στο πολιτικό πεδίο. Η στρατηγική του συνασπισμού εξουσίας δορυφοριοποιείται γύρω από την παραμονή της Ελλάδας στην ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ. Η αποκρυστάλλωση της στρατηγικής αυτής επιτυγχάνεται μέσω της διάρρηξης κοινωνικών συμβιβασμών που συνάπτονταν ένα προηγούμενο διάστημα ανάμεσα στην εκάστοτε κυβέρνηση και τους οικονομικούς και κοινωνικούς της συμμάχους και σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Η εμπέδωση της πολιτικής αυτής λιτότητας αναπαράγεται μέσω της διαμόρφωσης αρνητικών συναινέσεων ως αντανάκλαση της επιβολής ενός αυταρχικού πλαισίου κατίσχυσης της κυβερνητικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, ο αυταρχισμός εξειδικεύεται στο πολιτικό πεδίο με την αυταρχική θωράκιση του πολιτικού συστήματος εξουσίας όπως αποτυπώνεται στην τρικομματική κυβέρνηση με άξονα τη ΝΔ και τη συσπείρωση των ευρωπαϊκών δυνάμεων που στρατεύονται στην παραμονή στην ΕΕ και την υπεράσπιση της μνημονιακής πολιτικής. Επιπλέον, σε ιδεολογικό επίπεδο εξειδικεύεται μέσω της τρομοκρατίας σχετικά με την αναγκαιότητα πρόσδεσης στη ζώνη του ευρώ, του ιδεολογήματος του νόμου και της τάξης (με την εκτόπιση από τον κοινωνικό και πολιτικό διάλογο εκείνων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αντιτίθενται  είτε στην κυρίαρχη στρατηγική παραμονής στη ζώνη του ευρώ είτε σε επιμέρους πτυχές της μνημονιακής πολιτικής και με τη στοχοποίηση αυτών) και της ενεργοποίησης μηχανισμών (ΜΜΕ) διάχυσης της καθεστωτικής αφήγησης. Τέλος, στο φυσικό επίπεδο μέσω της καταστολής της λαϊκής αντίδρασης (επίταξη εργαζομένων σε μετρό και ναυπηγία, Σκουριές Χαλκιδικής, μεταλλωρυχεία, χρυσορυχεία, βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ, άρσεις ασύλου και εισβολές σε καταλήψεις).

 

Σε αυτά τα πλαίσια γίνεται εμφανές ότι η πολιτική ρευστότητα, όπως εκδηλώθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου έχει αμβλυνθεί, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται μια σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού, η οποία όμως υπόκειται στους εν δυνάμει κλυδωνισμούς που μπορούν να δημιουργηθούν από την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος. Καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη του λαϊκού κινήματος, την αμφισβήτηση της κυρίαρχης πολιτικής κατεύθυνσης, που θα οδηγήσει στην αποσταθεροποίηση και συνακόλουθα την απόκρουση της μνημονιακής πολιτικής αποτελεί στάση που τηρούν και θα τηρήσουν οι δυνάμεις της αριστεράς. Ο πολιτικός χάρτης της αριστεράς, όπως εμφανίστηκε από το ξέσπασμα της κρίσης μέχρι και σήμερα κρίθηκε εξαιρετικά ανεπαρκής και δεν κατάφερε να ενοποιήσει και να εκπροσωπήσει μαζικά την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία και να τη στρατεύσει σε ένα εναλλακτικό φιλολαϊκό πολιτικό σχέδιο διεξόδου από την κρίση. Από τη μία, το ΚΚΕ μέσω της μετατόπισης της επίλυσης των ζητημάτων που αφορούν το χρέος, την ΕΕ, το ευρώ και γενικότερα το μνημόνιο στο θολό και ακαθόριστο μέλλον της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας και της προσήλωσης σε μία απομονωτίστικη αντίληψη έθετε αντικειμενικά αναχώματα σε μία μετωπική δράση και εκδήλωση του λαϊκού κινήματος. Από την άλλη πλευρά, Ο ΣΥΡΙΖΑ και η πολιτική του αδυναμία να αναγνωρίσει το δομικό χαρακτήρα της ΕΕ αλλά και την ευρωζώνη ως τη νομισματική ένωση στην οποία κατεξοχήν αποτυπώνεται η νεοφιλελεύθερη  πολιτική, αλλά και η συνδιαχειριστική και φιλοκυβερνητική στάση του τον εγκλωβίζουν στο να δώσει μια ρεαλιστική απάντηση και προοπτική προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων. Το παράδειγμα της Κύπρου  αναδεικνύει ότι οποιαδήποτε προσδοκία ή σχέδιο για διαχείριση της κρίσης εντός τη ΕΕ και της ευρωζώνης προς μια πιο φιλολαική κατεύθυνση όχι μόνο ενσωματώσιμο μπορεί να είναι, αλλά εν τέλει και καταστροφικό.

 

Υπό το πρίσμα αυτό, οι όποιοι κοινωνικοί αγώνες αναπτύχθηκαν διέπονταν από αποσπασματικότητα και δεν κατόρθωναν να συνδέσουν την αμφισβήτηση της συνολικότερης κυβερνητικής πολιτικής, των επιταγών του μνημονίου, της τρόικα και της ΕΕ με την απόκρουση των επιμέρους όψεων αυτών. Για την επίτευξη, λοιπόν, του στόχου αυτού αναδεικνύεται η αναγκαιότητα οικοδόμησης ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, το οποίο θα απαρτίζεται από πολιτικές δυνάμεις που θα συσπειρώνονται γύρω από τη στρατηγική διεξόδου από την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ θέτοντας το ζήτημα της διαγραφής του χρέους και θα καταφέρουν να συνολικοποιούν τους μερικούς αγώνες και τα αιτήματά τους με όρους διάτρησης και διεμβόλισης του πολιτικού σκηνικού. Ιδίως στο τώρα υπό το πρίσμα των πολιτικών εξελίξεων στην Κύπρο και την όλο και πιο διευρυμένη αμφισβήτηση λαικών στρωμάτων ως προς τον ρόλο του ευρώ και την παραμονή τόσο για την Κύπρο, όσο και για την Ελλάδα στην ευρωζώνη αναδεικνύει την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός αριστερού μετώπου ρήξης και ανατροπής των κυρίαρχων στρατηγικών του συνασπισμού εξουσίας και συγκεκριμένα όπως αυτά συμπυκνώνονται στο ρόλο του ευρώ, της ΕΕ και του χρέους.

 

Τόσο η στοχοθεσία της κυβερνητικής στρατηγικής για τη συνολική αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στα πλαίσια της αγοράς εργασίας του μνημονίου (περικοπές μισθών, απολύσεις, κατάργηση ΣΣΕ, σύμφωνο πρώτης απασχόλησης), όσο και ο ιδιαίτερος τρόπος που επηρεάζει η οικονομική κρίση το φοιτητικό σώμα στον τρόπο διαμόρφωσης και συγκρότησής του, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για την εφαρμογή και την εμπέδωση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.
 
 

Για τη κατάσταση εντός των σχολών

Πιο αναλυτικά, ο νόμος Διαμαντοπούλου και ο νόμος Αρβανιτόπουλου και το σχέδιο «Αθηνά» ( με κατατμήσεις-συγχωνεύσεις τμημάτων- ρευστοποίηση επαγγελματικών δικαιωμάτων- κατευθύνσεις στα πτυχία) με τις τροποποιήσεις που επιφέρουν στα πανεπιστημιακά ιδρύματα διαμορφώνουν τα νέα χαρακτηριστικά του συλλογικού εργαζομένου (εντατικοποιημένου, πειθαρχημένου, που δε θα έχει καμία συλλογική αναπαράσταση διεκδίκησης, καταδικασμένου στην ελαστική, ανασφάλιστη εργασία) που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας του μνημονίου.

 

Τα ιδεολογικά υποσύνολα που κατισχύουν στο εσωτερικό του φοιτητικού σώματος, με κυρίαρχο αυτό του επιβιωτισμού, οξύνουν αντιδραστικά αντανακλαστικά που κατ’ επέκταση αυτά αποκρυσταλλώνονται σε αντιδραστικές πρακτικές που διέπονται από τη λογική του ατομικού δρόμου και, άρα, την ταυτόχρονη εμπέδωση του ατομικισμού, του ανταγωνισμού και της εσωτερικής διαίρεσης του φοιτητικού σώματος με την εξατομίκευσή του. Συνεπακόλουθα, η διαδικασία αυτή επιφέρει την απαξίωση του συλλογικού δρόμου και των συλλογικών διαδικασιών. Υπό αυτό το πρίσμα, διαμορφώνεται ένας εξαιρετικά αντιδραστικός ιδεολογικός συσχετισμός που έχει ως αποτέλεσμα την όλο και μεγαλύτερη δυσχέρανση ενεργοποίησης των φοιτητικών συλλόγων και συγκρότησης συλλογικών διαδικασιών. Κάτω από τις συνθήκες αυτές η υπεράσπιση των συμφερόντων του φοιτητικού σώματος μέσα από τις κινηματικές διεργασίες του φοιτητικού συλλόγου διαμορφώνεται ολοένα και πιο δύσκολα με όρους επαγωγής πολιτικών αποτελεσμάτων στο εσωτερικό του φοιτητικού συλλόγου, πολιτική επιδίωξη που κατά κόρον οριοθετείται από την οικονομική κρίση και τις αντανακλάσεις αυτής στο εσωτερικό του εκπαιδευτικού μηχανισμού και στη συγκρότηση του φοιτητικού σώματος. Παράλληλα, αποτυπώνεται η αδυναμία του φοιτητικού σώματος να αντιληφθεί τον εαυτό του ως οργανικό κομμάτι του φοιτητικού συλλόγου και τον ίδιο και τις διαδικασίες (ΓΣ) ως το κυρίαρχο πεδίο, όπου μπορεί να εκφραστεί συλλογικά, να προβληματιστεί, να αποφασίσει και να προβεί στην ενιαία υλοποίηση των συλλογικών αποφάσεών του.

 

Με αυτό τον τρόπο, από τη μια οι κινηματικές πολιτικές δυνάμεις δεν κατορθώνουν να εκπροσωπήσουν και ταυτόχρονα να στρατεύσουν το φοιτητικό σώμα στον πολιτικό τους λόγο και την πολιτική τους πρακτική και από την άλλη, η ευρύτερη απαξίωση της έννοιας της πολιτικής εξειδικεύεται στο χώρο των πανεπιστημίων στην απαξίωση των πολιτικών δυνάμεων και στην αποστοίχιση των φοιτητών από αυτές.

 

Για τα ΕΑΑΚ
 

Ο δυσχερής, λοιπόν, συσχετισμός δύναμης που διαμορφώνεται σε αυτή τη συγκυρία θέτει περισσότερο από κάθε άλλη φορά το μόρφωμα των ΕΑΑΚ προ των ευθυνών του, και το καλεί να δώσει απάντηση στα αναβαθμισμένα ερωτήματα που τίθενται. Σε αυτά τα πλαίσια, τα ΕΑΑΚ τόσο πριν και μετά την ψήφιση του νόμου Διαμαντοπούλου, του νόμου Αρβανιτόπουλου, και στη δεδομένη στιγμή του σχεδίου «Αθηνά» δε μπόρεσαν  να χαράξουν μια σαφή πολιτική κατεύθυνση και στρατηγική για τα ίδια και για το κίνημα. Παρουσιάζουν μία αμηχανία να παρέμβουν αποτελεσματικά στους δυσχερείς όρους που υφίστανται στο εσωτερικό των πανεπιστημίων και να καταφέρουν να τους αναδιατάξουν.

 

Η αδυναμία αυτή των ΕΑΑΚ εδράζεται κατά την άποψή μας σε μια γενικότερη κρισιακή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει κυρίως από το τέλος του κινήματος το 2007.  Συγκεκριμένα, τόσο η αδυναμία των ΕΑΑΚ να διαχειριστούν τα πολιτικά αποτελέσματα του κινήματος, όσο και να ανιχνεύσουν τις αναδιαρθρωτικές κινήσεις στο χώρο της εκπαίδευσης από πλευράς κυβερνητικών επιτελείων, και άρα να καταφέρουν να συγκροτήσουν κινηματικές αντιστάσεις στο εσωτερικό των συλλόγων στα πρώιμα μέτωπα που ανοίγονταν μετά το κίνημα του ’07 (πχ ΚΕΣ, ΕΠΠ) ναρκοθέτησε τη χάραξη ενός κινηματικού σχεδιασμού για τους συλλόγους, αλλά και για τα ίδια. Αυτό σε συνδυασμό με τις ιδεολογικοπολιτικές πιέσεις που άρχισε να επάγει σταδιακά η κρίση μεταφράστηκε με μία συνολικότερη πολιτική παθογένεια στο σύνολο της γεωμετρίας της αριστεράς και όπως αυτή εξειδικευόταν στον κάθε πολιτικό χώρο ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, άρα και κατ επέκταση στο ίδιο το πολιτικό μόρφωμα των ΕΑΑΚ και τη δική του φυσιογνωμία.

 

Συγκεκριμένα, οι αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες που περιγράφησαν παραπάνω είχαν ως αντίκτυπο όλες οι πολιτικές κατευθύνσεις του μορφώματος να αναπαράγονται και να δοκιμάζονται στους κοινωνικούς χώρους με στρεβλό τρόπο. Παρά ταύτα, a priori οι διακριτές πολιτικές γραμμές και κατευθύνσεις στο εσωτερικό του μορφώματος είναι θεμιτές και απολύτως αναγκαίες στο βαθμό που αυτές δοκιμάζονται και επιλύονται στο πεδίο των μαζών και όχι με εγκεφαλικό, μηχανιστικό τρόπο.

 

Συμπληρωματικά, το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε η συγκρότηση φοιτητικού κινήματος, τα υλικά αποτελέσματα του οποίου θα αναδείκνυαν ποια πολιτική κατεύθυνση ήταν αυτή που επιβεβαιώνεται και καταφέρνει να δώσει μια προοπτική στο φοιτητικό σώμα, επέδρασε προσθετικά στη λογική του εσωτερικού εχθρού, για την οποία λογική η πολιτική γραμμή δεν επιβεβαιώνεται  και κρίνεται ως εσφαλμένη όχι επειδή δεν είναι πολιτική γραμμή μαζών, αλλά επειδή αποτελεί πολιτική γραμμή του άλλου. Αυτό σε συνδυασμό με την αδυναμία των ΕΑΑΚ  να διαχειριστούν τα πολιτικά αποτελέσματα του ’06 -’07 αναπτύσσοντας  ηγεμονίστικες αντιλήψεις στο εσωτερικό τους άνοιξε το δρόμο για μία αναπόφευκτη ρήξη στο μόρφωμα με αποκορύφωμα τη διάσπαση των σχημάτων.


Για τα ΕΑΑΚ Νομικής και τη διάσπαση των σχημάτων

 
Η πολιτική και φυσιογνωμική αυτή παθογένεια που ενσωμάτωσε συλλύβδην το σύνολο του πολιτικού μορφώματος  των ΕΑΑΚ και μεταφράστηκε με ιδιαίτερο τρόπο σε κάθε κοινωνικό χώρο  αναπαρήγαγε αυτές τις όψεις και στα ΕΑΑΚ Νομικής με αποτέλεσμα τη διαχείριση των πολιτικών αντιθέσεων στο εσωτερικό του, όχι με όρους σύνθεσης αυτών, αλλά με την ανάπτυξη μιας μεθοδολογίας διαχείρισης των αντιπαραθετικών πολιτικών γραμμών μέσα από αμφιθέατρα ΕΑΑΚ παράλληλων μονολόγων. Στο επίπεδο δε τον κοινωνικών χώρων υλική αποκρυστάλλωση και αντανάκλαση αυτής ακριβώς της παθογένειας είναι και η ύπαρξη δύο σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο.

 

Η διαμορφωμένη κατάσταση των δύο σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο και η αναπαραγωγή μιας ετεροπροσδιοριστικής κουλτούρας και αντίληψης μεταξύ αυτών στους φοιτητικούς συλλόγους δεν αφήνει κανένα περιθώριο για τη συνέχισή της,  πόσο μάλλον  σε αυτό το συσχετισμό δυνάμεων που αρθρώνεται στο εσωτερικό των συλλόγων. Σε αυτό το συσχετισμό, λοιπόν, που η δυνατότητα παραγωγής πολιτικών αποτελεσμάτων άμεσα είναι δυσχερής, τα ΕΑΑΚ ως κατεξοχήν πολιτικό μόρφωμα με μετωπική λειτουργία δε μπορούν παρά να ανασχέσουν την προβληματική της αντιπαραθετικής πολιτικής λειτουργίας των σχημάτων και του πολυκατακερματισμού και εν τέλει την αναγωγή ή επίλυση των πολιτικών αντιθέσεων από το πρωτογενές πεδίο παρέμβασης στις διαδικασίες ΕΑΑΚ ( πόλης, διήμερο).

 

Η διαμόρφωση του εγχειρήματος των σχημάτων συνέβαλε αποφασιστικά στην επίτευξη πολιτικών αποτελεσμάτων και διατήρηση της πολιτικής τους επιρροής σε συγκυρίες ιδιαίτερα κρίσιμες για την αριστερά (αρχές δεκαετίας ’90). Τα σχήματα, ως ανεξάρτητες αριστερές αντικαπιταλιστικές ενότητες, οι οποίες ερμηνεύουν τις αντιθέσεις του κοινωνικού χώρου στον οποίο παρεμβαίνουν οφείλουν να οξύνουν και να πολώνουν ταυτόχρονα τις αντιθέσεις αυτές σε κινηματική και αντικαπιταλιστική σκοπιά και κατεύθυνση. Τα σχήματα των ΕΑΑΚ συγκροτήθηκαν πάνω στη δυνατότητα να βρίσκονται σε μία συνεχή ανάδραση με τις μάζες των φοιτητών λειτουργώντας ως οχήματα επαναφοράς της πολιτικής στα χέρια των μαζών σε μία περίοδο απαξίωσής της. Τα ΕΑΑΚ ως κατεξοχήν εγχείρημα μαζών κατάφερναν ιστορικά να εμπλέκουν τον κόσμο των σχολών με ενεργούς όρους στην άσκηση πολιτικής αναπτύσσοντας μια γραμμή μαζών, η οποία κατάφερνε όχι μόνο να επάγει μετατοπίσεις στον πολιτικοϊδεολογικό συσχετισμό δύναμης στο εσωτερικό των αμφιθεάτρων στη βάση των πολιτικών αποτελεσμάτων των σχημάτων, να οξύνει αντιφάσεις πολιτικών χώρων, αλλά και να διαπλάθει αριστερές συνειδήσεις στο εσωτερικό της φοιτητιώσας νεολαίας, όταν οι κυρίαρχες πολιτικές της αριστεράς είτε αγκαλιάζονταν με την ήττα (ΚΝΕ), είτε υποτάσσονταν στο συμβιβασμό και τη συναίνεση. Μέσα σε μια συγκυρία όπου η πολιτική στο εσωτερικό των συλλόγων καθώς και οποιαδήποτε προοπτική νίκης υποχωρεί, τα σχήματα μπορούν και πρέπει να αποτελέσουν και πάλι τον οργανικό ρόλο συγκρότησής τους, τη διαμόρφωση δηλαδή κινηματικών αντιστάσεων στον κοινωνικό χώρο στον οποίο παρεμβαίνουν γύρω από την υπεράσπιση των υλικών συμφερόντων του φοιτητικού σώματος, αναπτύσσοντας ένα αντιτεχνοκρατικό, άμεσο, κινηματικό, μαχητικό και ανυποχώρητο πολιτικό λόγο που θα καταφέρνει να εμπνέει τα αμφιθέατρα, να συσπειρώνει μάζες φοιτητών σε ένα φοιτητικό κίνημα που θα θέτει αναχώματα στην υλοποίηση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης στο εσωτερικό των συλλόγων και θα βρίσκεται στο πλευρό της κοινωνίας.

 

Η ανάπτυξη ενός κινηματικού πολιτικού λόγου και πρακτικής, η διάχυση μιας μάχιμης πολιτικής γραμμής που καταφέρνει να συνδέει το μικρό (πχ συγγράμματα) με το μεγάλο (συνολική κυβερνητική πολιτική) μπορεί να αποτελέσει στη συγκυρία κυρίαρχο ρόλο στη συγκρότηση ενός μαζικού και ριζοσπαστικού κινήματος αντάξιου των επιδίκων που αρθρώνονται μπροστά μας ( σχέδιο «Αθηνά», νόμος Διαμαντοπούλου).

Τα ΕΑΑΚ πρέπει να βρεθούν στις νέες απαιτήσεις της συγκυρίας ενοποιημένα όχι στη βάση μιας φαντασιακής πολιτικής ενοποίησης αλλά πάνω στη βάση της πολιτικής γραμμής και στην κατεύθυνση συγκρότησης κινήματος.

 

Έτσι τα σχήματα οφείλουν να υπερβούν τις πολιτικές παθογένειες του παρελθόντος, την εσωστρέφεια, την ηττοπάθεια και τους διαγκωνισμούς και να χαράξουν μια στρατηγική για τα ίδια και για το κίνημα. Κυρίως, αυτή η διαδικασία περνά μέσα από την άμβλυνση της παθογένειας που έχει αναπτυχθεί στο εσωτερικό του μορφώματος με τα διασπασμένα σχήματα και την εκκίνηση ενός ειλικρινούς και συντροφικού πολιτικού διαλόγου μεταξύ των σχημάτων που θα θέτει το σημείο υπέρβασης των προβληματικών και συγκεκριμένα αυτό των δύο σχημάτων ανά κοινωνικό χώρο.

 

Για την υπέρβαση των προβληματικών|Ενωτικές Πρωτοβουλίες|Ορίζοντας επανένωσης

 

Για το σχήμα μας η διαδικασία αυτή περνά από το άνοιγμα της συζήτησης μεταξύ των σχημάτων, που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της διάσπασης στο πρωτογενές πεδίο παρέμβασης. Η ανάπτυξη ενός γόνιμου και παραγωγικού πολιτικού διαλόγου μέσα από κοινές πρωτοβουλίες και τον κοινό πολιτικό βηματισμό μπορεί να αποτελέσει το γνώμονα για τον απεγκλωβισμό των σχημάτων από την εσωστρέφεια, τον μεταξύ τους ετεροπροσδιορισμό και εν τέλει τον πολιτικό αυτοτραυματισμό τους.

 

Συγκεκριμένα, για τη Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν. πάντοτε αποτελούσε στόχο η συγκρότηση ενωτικών πρωτοβουλιών με το σχήμα της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ στη στρατηγική κατεύθυνση ενοποίησης των δύο σχημάτων.

 

Για εμάς οι ενωτικές πρωτοβουλίες μεταξύ των δύο σχημάτων δεν αποσκοπούν ούτε σε μία εργαλειακή χρήση τους με όρους προεκλογικής διεξαγωγής τους για την εκλογική συγκόλληση των δύο σχημάτων ούτε στη βάση μιας μεταφυσικής αντίληψης για τα σχήματα και την ενότητα. Αντίθετα, η εκκίνηση ενός πολιτικού διαλόγου μεταξύ των σχημάτων, και ο κοινός πολιτικός βηματισμός τους μέσα από τις πολιτικές διαδικασίες των ενωτικών πρωτοβουλιών αποτελεί για εμάς ένα αναγκαίο βήμα για τη χάραξη μιας ενιαίας πολιτικής κατεύθυνσης των ΕΑΑΚ στο εσωτερικό του συλλόγου και την τελική επανένωση των σχημάτων.

Οι ενωτικές πρωτοβουλίες κατά την άποψή μας δεν πρέπει να περιοριστούν μόνο εν όψει της κοινής εκλογικής καταγραφής των δύο σχημάτων αλλά να αναπτύσσονται καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς και, φυσικά να μην αποτελούν μια κλειστή και αποστειρωμένη διαδικασία μεταξύ του σκληρού πυρήνα των δύο σχημάτων, αλλά μία προσπάθεια που θα είναι κτήμα του συνόλου του κόσμου που επηρεάζουν τα δύο σχήματα, δίνοντας προοπτική σε εκείνο το αγωνιστικό δυναμικό του συλλόγου που αποξενώνεται από τις συλλογικές διαδικασίες και λόγω της αναπαραγωγής της υφιστάμενης κατάστασης.

 

Οι ενωτικές πρωτοβουλίες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές θα διεξάγονται, θα αποτελέσει εν τέλει και τον δείκτη για την επανένωση των σχημάτων. Από την πλευρά μας, είναι υπαρκτή η πολιτική βούληση για τη διεξαγωγή κοινών διαδικασιών και βηματισμού με το σχήμα της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ με ειλικρινείς, συντροφικούς και παραγωγικούς όρους, μέσω μιας διαδικασίας που θα αποτελεί τομή για το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει τα σχήματα στο μεταξύ τους διάλογο ανοίγοντας το δρόμο, όχι για μια επανένωση που θα μένει σε επίπεδο διακήρυξης , αλλά για μια επανένωση σε ένα σαφή στρατηγικό ορίζοντα, από την οποία τα ΕΑΑΚ της Νομικής θα βρεθούν πιο ενδυναμωμένα και πολιτικά ώριμα να παρέμβουν στο σύλλογο και στους όλο και πιο δυσμενείς συσχετισμούς που αρθρώνονται σε αυτόν. Προφανώς οι ενωτικές πρωτοβουλίες θα διεξάγονται όχι με όρους αλληλομαστιγώματος αλλά στη βάση της συντροφικής κριτικής κι αυτοκριτικής από όλες τις πλευρές, ώστε να πάψει ο ετεροκαθορισμός μεταξύ των δύο σχημάτων και με γνώμονα την υπηρέτηση του πολιτικού σχεδίου των ΕΑΑΚ και την  παραγωγή κινηματικών αποτελεσμάτων στο εσωτερικό του συλλόγου οι αντιθέσεις και οι διαγκωνισμοί του παρελθόντος να δώσουν την θέση τους σε μια υγιή και συντροφική συνύπαρξη και πολιτική λειτουργία. Η θέση μας είναι ότι οι ενωτικές πρωτοβουλίες και ο τρόπος με τον οποίο αυτές θα διεξάγονται θα πρέπει να επανακατοχυρώσουν μια υγιή πολιτική φυσιογνωμία στη βάση της θέσης-αντίθεσης-σύνθεσης, ώστε σε αυτές να βλέπουν τον εαυτό τους κάθε διακριτό πολιτικό ρεύμα/τάση/αντίληψη που υπάρχει στο εσωτερικό των δύο σχημάτων μακριά από αγκυλώσεις και μικροηγεμονισμούς, πολλώ δε μάλλον να επαναθεμελιώσει αυτή τη φυσιογνωμία στη διαδικασία του ενιαίου σχήματος. Εξάλλου η αγωνιστική δυναμική που αποτυπώθηκε στους τελευταίους γύρους συνελεύσεων απέναντι στο σχέδιο «Αθηνά» με αποκορύφωμα την αγωνιστική απόφαση του συλλόγου απέναντι στην κυβερνητική νεολαία (ΔΑΠ) δεν είναι δείγμα εφησυχασμού για την αναπαραγωγή της κατάστασης μεταξύ των δύο σχημάτων ως έχει, αλλά δείγμα για να αντιληφθούμε όλοι μας την ιστορική αναγκαιότητα να παρέμβουν τα ΕΑΑΚ στη Νομική ενοποιημένα μέσω της νικηφόρας κατεύθυνσής τους σε ένα υπαρκτό ρεύμα στο εσωτερικό του συλλόγου που εναντιώνεται στην κυβερνητική πολιτική, ώστε να καταφέρουν να το αγκαλιάσουν και να το οδηγήσουν σε ακόμα πιο ριζοσπαστική πρακτική και κατεύθυνση. 

 

Η προσπάθεια για ενωτικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να ορίζει ένα πλαίσιο πυκνών, κοινών πολιτικών διαδικασιών μεταξύ των δύο σχημάτων  πάνω στα κινηματικά επίδικα της σχολής, με κοινές πολιτικές δράσεις των ΕΑΑΚ στο εσωτερικό του συλλόγου, λειτουργία μέσα από την οποία το πολιτικό σχέδιο των ΕΑΑΚ θα καταφέρνει να αποτύπωθεί με πιο ηγεμονικούς όρους απέναντι σε ανταγωνιστικά πολιτικά σχέδια που καταλήγουν να είναι ενσωματώσιμα (ΑΡΕΝ) ή ηττοπαθή κι ανέξοδα (ΜΑΣ).

 

Οι όποιες διακριτές πολιτικές γραμμές, αντιθέσεις ή διαφωνίες μεταξύ των δύο σχημάτων σίγουρα δε μπορούν να αποτελούν κώλυμα για μια τέτοια διαδικασία κι ασφαλώς δεν συντάσσονται στην πλευρά του κινήματος και της υπηρέτησής του στο σύλλογο. Ούτως ή άλλως, τα ΕΑΑΚ συγκροτήθηκαν πάνω σε διακριτές πολιτικές γραμμές με ετερόκλητες ιδεολογικοπολιτικές αναφορές και μήτρες στο εσωτερικό τους καταφέρνοντας να επιλύσουν τις αντιθέσεις τους στο πεδίο του μαζικού κινήματος.

 

Εξάλλου η συλλογική εμπειρία των δύο σχημάτων στη Νομική ήδη από την δεκαετία του ’90 μεταξύ της Σ.Α.Φ.Ν. και της Ρ.Α.Πα.Ν. και των πολύ πιο διακριτών πολιτικών αντιλήψεων που εξέφραζαν τότε σε σχέση με αυτές που εκφράζονται στο τώρα (Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν. και ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ)  και η τελική τους ένωση το ’93 καταδεικνύει ότι τα ΕΑΑΚ πάντα κατάφερναν να εγκολπώνουν διακριτές αντιλήψεις στο εσωτερικό τους με χαώδεις διαφορές και να ενοποιούνται πάνω στο κίνημα. Αυτό κατέστησε τα ΕΑΑΚ πολιτική πτωτοπορεία όλων των φοιτητικών κινημάτων, έδωσε ζωντάνια στους συλλόγους και καλλιέργησε αγωνιστές.

 

Αναμφισβήτητα, ο σύλλογος  μας φέρει μια βαριά αγωνιστική κληρονομιά, από την κατάληψη, μέχρι τα φοιτητικά κινήματα των τελευταίων 34 χρόνων. Επίσης, αναμφισβήτητη είναι και η συμβολή σ’ αυτήν την αγωνιστική κληρονομιά των ίδιων των ΕΑΑΚ τα τελευταία  22 χρόνια. Για μας πρέπει όλοι οι σχηματίες της Νομικής, δράττοντας την εμπειρία του παρελθόντος των ΕΑΑΚ της Νομικής κι όχι μόνο, να ανακτήσουν εκείνα τα στοιχεία πολιτικής πρακτικής και φυσιογνωμίας που έκαναν τους ίδιους τους συλλόγους να αναγνωρίζουν τα ΕΑΑΚ ως το πιο αγωνιστικό, ριζοσπαστικό, κινηματικό και πρωτοπόρο μόρφωμα εντός των σχολών. Οι αντιθέσεις, κατ΄ εμάς, είναι στοίχημα κι ευκαιρία για ακόμα μεγαλύτερη σύνθεση, οι πολιτικές και φυσιογνωμικές παθογένειες του παρελθόντος, στοίχημα κι ευκαιρία για την ανάκτηση πιο συντροφικής φυσιογνωμίας και τη χάραξη ακόμα πιο ριζοσπαστικής στρατηγικής, οι διασπάσεις του παρελθόντος, στοίχημα κι ευκαιρία για ακόμα πιο βαθιά και ουσιαστική ενότητα μέσα από ειλικρινή και συντροφικό διάλογο. Εν τέλει, η ύπαρξη της Ρ.Α.Πα.Ν. – Σ.Α.Φ.Ν. και της ΑΝΤΙΝΟΜΙΑΣ, είναι στοίχημα κι ευκαιρία, ώστε μέσα aπό την διαδικασία των ενωτικών πρωτοβουλιών να καταλήξουν στη δημιουργία ενός ενιαίου σχήματος στην Νομική, στο οποίο τόσο τα ΕΑΑΚ όσο και ο ίδιος ο σύλλογος θα αναγνωρίζουν εκείνα τα χαρακτηριστικά πολιτικής πρακτικής, λόγου και φυσιογνωμίας, που θα οδηγούν σε πολιτικά αποτελέσματα εντός του κοινωνικού μας χώρου, που τελικά θα θυμίζουν τα ΕΑΑΚ ως πρωτοπορία μαζικών, μαχητικών, ριζοσπαστικών κι ανυποχώρητων φοιτητικών κινημάτων.